Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

ευχές


Καινούριε χρόνε,
το λέει η Μαργαρίτα:
δος μου τη θεία μανία του Διονύσου ή την έσχατη κατάντια του πιο θλιμμένου θνητού.
Αντέχω. 

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Η ελπίδα


‘Αν αγγίξεις ένα παιδί, μπορεί το χάδι αυτό να το κάνει να νιώσει επιθυμητό. Ένα αυτιστικό παιδί μπορεί το χάδι να το απειλήσει και γι’ αυτό να αποτραβηχτεί. Ένα ψυχωτικό παιδί μπορεί να το περάσει για προέκταση του δικού του χεριού’.

Γι’ αυτό σου λέω, μην μπερδεύεις τα παιδιά και τα χάδια.
Γιατί είναι κάποια παιδιά που δε λένε αντίο.
Είναι κάποια παιδιά που δεν μπορούν να ξεχάσουν ότι τα Χριστούγεννα έχουν υπάρξει κάτι ωραίο. Και θα έπρεπε να ΄χουν γίνει κάτι άλλο. Όχι οριστικά και ριζικά χαμένο. Αυτό, με τίποτα. Αν είναι έτσι, ας μην τα αγγίξει κανείς εξαρχής. Αν είναι να γίνει έτσι, θα αποσυρθούν εξαρχής, μην τυχόν και φύγουν τα χριστούγεννα που φέτος δεν ήρθανε ποτέ. 

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Giorgio Agamben- Απομεινάρια του Άουσβιτς, 1.8


Η απόλυτη φιγούρα της  ‘γκρίζας ζώνης’ είναι η Sondercommando.  Τα SS χρησιμοποιούσαν τον ευφημισμό ‘ειδική ομάδα’ για να ανφερθούν σε αυτή την ομάδα των εκτοπισμένων που ήταν υπεύθυνοι για τη διαχείριση των θαλάμων αερίων και των κρεματορίων. Δουλειά τους ήταν να οδηγήσουν στο θάνατο από τους θαλάμους αερίων τους γυμνούς κρατούμενους και να διατηρούν τη σειρά μεταξύ τους. Μετά έπρεπε να σύρουν έξω τα πτώματα, που είχαν γίνει ροζ και πράσινα από κυανικό οξύ και να τα πλύνουν με νερό. Να εξασφαλίσουν ότι δεν υπήρχαν πολύτιμα αντικείμενα κρυμμένα στα ανοίγματα των σωμάτων. Να βγάλουν τα χρυσά δόντια από τα στόματα των πτωμάτων, να κόψουν τα μαλλιά των γυναικών και να τα πλύνουν με χλωριούχο αμμωνία, να φέρουν τα πτώματα στα κρεματόρια και να επιβλέπουν την αποτέφρωσή τους. Τέλος, να αδειάσουν τους φούρνους από τη στάχτη που απέμενε. Ο Levi γράφει:
Σχετικά με αυτές τις ομάδες κυκλοφορούσαν ακαθόριστες και διάσπαρτες φήμες ήδη μεταξύ μας κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού μας και επιβεβαιώθηκαν αργότερα.. Αλλά ο περίπλοκος τρόμος σχετικά με αυτή την ανθρώπινη κατάσταση έχει επιβάλει ένα είδος υπολείμματος σε όλη τη μαρτυρία, ώστε ακόμα και σήμερα να είναι δύσκολο να φανταστούμε μια εικόνα σχετικά με το τι σήμαινε να είσαι αναγκασμένος να κάνεις αυτή τη δουλειά για μήνες.. Ένας από αυτούς δήλωσε: ‘Αν κάνεις αυτή τη δουλειά ή θα τρελαθείς την πρώτη μέρα ή θα συνηθίσεις’. Και κάποιος άλλος επίσης: ‘Θα μπορούσα να αυτοκτονήσω ή να σκοτωθώ. Αλλά ήθελα να επιβιώσω, να εκδικηθώ και να δώσω μαρτυρία. Δεν θα ’πρεπε να σκέφτεστε ότι είμαστε τέρατα. Είμαστε όπως εσείς, μόνο πολύ πιο δυστυχείς’.. Δεν μπορεί κανείς να περιμένει από ανθρώπους που δοκίμασαν τέτοια φτώχεια, μια μαρτυρία με τη δικαϊκή έννοια, αλλά κάτι που είναι ταυτόχρονα θρήνος, κατάρα, εξιλέωση, μια προσπάθεια να δικαιολογήσει κανείς και να αποκαταστήσει τον εαυτό του.. Η σύλληψη και η οργάνωση των ομάδων αυτών υπήρξε το πιο δαιμονικό έγκλημα του Εθνικού Σοσιαλισμού. (Levi, 1989: 52-3).
Και τότε ο Levi θυμάται ότι ένας μάρτυρας, ο Miklos Nyszli, ένας από τους λίγους που επιβίωσαν από την τελευταία ‘ειδική ομάδα’ του Auschwitz, αφηγούνταν ότι κατά τη διάρκεια ενός διαλείμματος στη δουλειά πήρε μέρος σε έναν αγώνα soccer ανάμεσα στους SS και τις ‘ειδικές ομάδες’.  ‘Διάφοροι από τους SS και την ομάδα ήταν παρόντες στον αγώνα. Παίρναν θέση, στοιχημάτιζαν, χειροκροτούσαν, διήγειραν τους παίκτες, σαν να λάμβανε χώρα το παιχνίδι στο γήπεδο του χωριού και όχι στις πύλες της κολάσεως’ (Levi 1989: 55).
Αυτό το παιχνίδι θα μπορούσε να το περιγράψει κανείς σαν ένα σύντομο διάλλειμα ανθρωπινότητας στη μέση ενός ατελείωτου τρόμου. Εγώ, όπως και οι μάρτυρες, βλέπουμε το παιχνίδι, αυτή τη στιγμή κανονικότητας, σαν την αληθινή φρίκη του στρατοπέδου. Γιατί, μπορούμε, ίσως, να φανταστούμε ότι οι σφαγές έχουν τελειώσει- ακόμα κι αν επαναλαμβάνονται εδώ κι εκεί, όχι τόσο μακριά από μας. Αλλά αυτό το παιχνίδι δεν τελειώνει ποτέ. Συνεχίζει αδιάκοπα. Είναι το τέλειο και αιώνιο σύμβολο της ‘γκρίζας ζώνης’, που συμβαίνει παντού και πάντοτε. Από εδώ προκύπτει η αγωνία και η ντροπή των επιζώντων, ‘Η αγωνία που υπάρχει στον καθένα από ένα ερημωμένο και άδειο σύμπαν συντετριμμένο κάτω από το πνεύμα του θεού, αλλά από το οποίο το οποίο το πνεύμα του θεού απουσιάζει: δεν έχει γεννηθεί ακόμα ή είναι ήδη εξαφανισμένο’ (Levi 1989: 85). Αλλά, η δική μας ντροπή, η ντροπή αυτών που δεν ξέρουν τα στρατόπεδα και παρόλα αυτά, χωρίς να ξέρουν πώς, είναι θεατές αυτού του αγώνα, που επαναλαμβάνει τον εαυτό του σε κάθε αγώνα στα στάδιά μας, στις τηλεοράσεις μας, στην κανονικότητα της καθημερινής ζωής. Αν δεν επιτύχουμε στο να κατανοήσουμε τον αγώνα, αν δεν τον σταματήσουμε, δεν θα υπάρξει ελπίδα. 

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Giorgio Agamben, Απομεινάρια του Άουσβιτς, 1.7


Το λατινικό ρήμα spondeo, που είναι η ρίζα του όρου ‘υπευθυνότητα’, σημαίνει ‘να γίνεσαι ο εγγυητής κάποιου για κάποιον (ή για τον εαυτό) σε σχέση με κάποιον’. Έτσι, στην υπόσχεση του γάμου, ο πατέρας θα εκφέρει τον τύπο spondeο για να εκφράσει τη δέσμευσή του να δώσει την κόρη του ως σύζυγο σε έναν μνηστήρα (μετά από το οποίο αποκαλούνταν sponsa) ή να εγγυηθεί κάποιας μορφής αποκατάσταση αν αυτό δεν συνέβαινε. Στον αρχαίο ρωμαϊκό νόμο, για την ακρίβεια, το έθιμο ήταν να παραδίδει ένας ελεύθερος άνδρας τον εαυτό του ως όμηρο – που σημαίνει μια κατάσταση εγκλεισμού, από την οποία προέρχεται ο όρος obligatio, ώστε να εγγυηθεί για την αποζημίωση ενός λάθους ή για την εκπλήρωση μιας υποχρέωσης. (Ο όρος sponsor έδειχνε ένα άτομο που υποκαθιστούσε τον εαυτό του για το reus, υποσχόμενος, στην περίπτωση της παράβασης ενός συμβολαίου, να αποκαταστήσει την απαιτούμενη υπηρεσία).   
Η χειρονομία να δείχνεις υπευθυνότητα είναι κατ’ ουσίαν δικαϊκή και όχι ηθική. Δεν εκφράζει κάτι υψηλό ή λαμπρό, αλλά μάλλον μια απλή υποχρέωση, την πράξη κατά την οποία κάποιος παραδίδει τον εαυτό του ως φυλακισμένο για να εγγυηθεί ένα χρέος σε ένα περιβάλλον στο οποίο ο νόμιμος δεσμός θεωρούνταν ότι ανήκει στο σώμα του υπεύθυνου ατόμου. Κατά συνέπεια, η υπευθυνότητα είναι στενά συνδεδεμένη με την έννοια του  σφάλματος, το οποίο, με μια ευρύτερη έννοια, σηματοδοτεί τη μη καταλογισιμότητα αναφορικά με τη ζημία. (Γι’ αυτό και οι ρωμαίοι αρνούνταν ότι θα μπορούσε να υπάρχει ενοχή σε σχέση με κάποιον: η ζημία που κάποιος προκαλεί στον εαυτό του με δική του υπαιτιότητα δεν είναι δικαϊκά σχετική).
Η υπευθυνότητα και η ενοχή, ωστόσο, εκφράζουν απλά δύο πτυχές της νόμιμης καταλογισιμότητας. Μόνο αργότερα εσωτερικεύτηκαν και απέκτησαν ζωή εκτός νόμου. Γι’ αυτό, η ανεπάρκεια και αδιαφάνεια κάθε ηθικού δόγματος που ισχυρίζεται ότι εγκαθιδρύεται σε αυτές τις δύο έννοιες (αυτό ισχύει και για τον Jonas, που ισχυρίστηκε ότι διατύπωσε μια αληθή ‘αρχή της υπευθυνότητας’ και για τον Levinas, ο οποίος με ένα πολύ πιο πολύπλοκο τρόπο, μετασχημάτισε τη χειρονομία του sponsor σε κατεξοχήν ηθική χειρονομία.) Αυτή η ανεπάρκεια και η αδιαφάνεια αναδύεται με σαφήνεια κάθε φορά που διασχίζονται τα σύνορα που χωρίζουν την ηθική από το νόμο. Ας σκεφτούμε δύο παραδείγματα, που είναι μακριά το ένα από το άλλο ως προς την βαρύτητα των γεγονότων που αφορούν, αλλά που συμπίπτουν σε σχέση με τη διαφορά που υποδηλώνουν.
Κατά τη διάρκεια της δικής του Eichmann στην Ιερουσαλήμ, η διαρκής γραμμή υπεράσπισης του εκφραζόταν με σαφήνεια από το δικηγόρο του, Robert Serviatus, με αυτά τα λόγια: ‘O Eichmann νιώθει ένοχος μπροστά στο θεό, όχι μπροστά στο νόμο’. Ο Eichmann (του οποίου η εμπλοκή στην εξόντωση των εβραίων ήταν καλά στοιχειοθετημένη, ακόμα κι αν ο ρόλος του ήταν πιθανά διαφορετικός από αυτόν που ισχυριζόταν η αγωγή) πήγε στην πραγματικότητα τόσο μακριά, ώστε να δηλώσει ότι ήθελε ‘να κρεμάσει τον εαυτό του δημοσίως’ προκειμένου να ‘απελευθερώσει τους νεαρούς γερμανούς από το βάρος της ενοχής’. Παρόλα αυτά, μέχρι το τέλος, συνέχισε να λέει ότι η ενοχή του ενώπιον του θεού δεν ήταν δυνατό να διωχθεί δικαστικά. Η μόνη πιθανή εξήγηση για αυτή την επιμονή ήταν ότι, δεδομένου ότι η υπόθεση της ηθικής ενοχής φαινόταν ηθικά υψηλή στην υπεράσπιση, ήταν απρόθυμος να αναλάβει οποιαδήποτε νομική ενοχή (αν και από μια ηθική οπτική γωνία, η νομική ενοχή θα έπρεπε να θεωρείται λιγότερο σοβαρή από την ηθική ενοχή).
Πρόσφατα, μια ομάδα ατόμων που ανήκαν κάποτε σε μια πολιτική οργάνωση της άκρας αριστεράς, δημοσίευσε μια ανακοίνωση σε μια εφημερίδα, δηλώνοντας πολιτική και ηθική υπευθυνότητα για τη δολοφονία ενός αστυνομικού που διαπράχθηκε πριν από είκοσι χρόνια. ‘Παρόλα αυτά, αυτή η υπευθυνότητα’, δήλωναν στην ανακοίνωση, ‘δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σε μια υπευθυνότητα νομικού χαρακτήρα.’ Πρέπει να ανασκευαστεί η υπόθεση ότι η ηθική υπευθυνότητα έχει αξία μόνο από τη στιγμή που κάποιος είναι έτοιμος να αναλάβει και τις σχετικές νομικές συνέπειες. Οι συγγραφείς της ανακοίνωσης φαίνεται να το υποψιάζονται με κάποιον τρόπο, όταν, σε ένα συγκεκριμένο απόσπασμα, υποθέτουν μια υπευθυνότητα που ακούγεται καταφανώς δικαϊκή, δηλώνοντας ότι ‘δημιούργησαν ένα κλίμα που οδήγησε στη δολοφονία.’ (Αλλά η προσβολή που τίθεται υπό αμφισβήτηση, η πρόκληση να διαπράξεις μια δολοφονία, εξαλείφεται.) Σε κάθε εποχή, η χειρονομία της ανάληψης νομικών συνεπειών, όταν κάποιος είναι αθώος, θεωρούνταν πράξεις υψηλού ήθους. Η υπόθεση της πολιτικής ή ηθικής υπευθυνότητας χωρίς την ανάληψη των ανάλογων νομικών συνεπειών, από την άλλη, χαρακτήριζε πάντα την αλαζονία του ισχυρού (σκεφτείτε τη συμπεριφορά του Μουσολίνι, για παράδειγμα, σε σχέση με την υπόθεση του Giacomo Matteotti, το μέλος της ιταλικής βουλής που δολοφονήθηκε από άγνωστους το 1924). Αλλά, σήμερα, στην Ιταλία αυτά τα μοντέλα έχουν αντιστραφεί και η μετανοημένη υπόθεση της ηθικής υπευθυνότητας επικαλείται σε κάθε συγκυρία ως εξαίρεση από τις υπευθυνότητες που απαιτούνται από το νόμο.
Εδώ, η σύγχυση μεταξύ ηθικών και νομικών κατηγοριών (με ενσωματωμένη τη λογική της μετάνοιας) είναι απόλυτη. Αυτή η σύγχυση βρίσκεται στις ρίζες όλων των αυτοκτονιών που διαπράχθηκαν προκειμένου να αποφευχθούν οι δίκες (όχι μόνο αυτές των ναζί εγκληματιών) στις οποίες η υπονοούμενη υπόθεση της ηθικής ενοχής επιχειρεί να ισοφαρίσει τη νομική ενοχή. Αξίζει να θυμηθεί κανείς ότι η πρωταρχική ευθύνη για αυτή τη σύγχυση δε βρίσκεται στο καθολικό δόγμα, το οποίο περιλαμβάνει ένα θείο μυστήριο που η λειτουργία του είναι να απελευθερώσει αυτόν που διέπραξε τη ενοχή, παρά στην κοσμική ηθική. Αφού προώθησε τις νομικές κατηγορίες στο υψηλό επίπεδο των ηθικών κατηγοριών και έτσι αμετάτρεπτα δημιούργησε σύγχυση στα πεδία της νομικής ηθικής, η κοσμική ηθική θέλει ακόμα να εξαλείψει αυτή τη διάκριση. Αλλά, η ηθική είναι η σφαίρα που δεν αναγνωρίζει ούτε ενοχή ούτε ευθύνη. Είναι, όπως ήξερε ο Σπινόζα, το δόγμα της ευτυχούς ζωής. Να υποθέτεις ενοχή και υπευθυνότητα- που μπορεί κάποιες στιγμές να είναι απαραίτητο- σημαίνει να αφήνεις την περιοχή της ηθικής και να εισέρχεσαι σε εκείνη του νόμου. Όποιος έχει κάνει αυτό το δύσκολο βήμα δεν μπορεί να σκεφτεί να επιστρέψει από εκείνη την πόρτα που έχει μόλις κλείσει. 

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

Giorgio Agamben, Απομεινάρια του Άουσβιτς, 1.5 – 1.6


1.5
Αν αυτό είναι αλήθεια – και ο επιζών ξέρει ότι είναι αλήθεια- τότε είναι πιθανό ότι οι δίκες (οι δώδεκα δίκες στη Νυρεμβέργη, και οι άλλες που έλαβαν χώρα μέσα και έξω από τα γερμανικά σύνορα, συμπεριλαμβανομένων αυτών στην Ιερουσαλήμ το 1961 που έληξαν με τον απαγχονισμό του Eichmann) είναι υπεύθυνες για την εννοιολογική σύγχυση που, για δεκαετίες, έκαναν αδύνατο να σκεφτεί κανείς μέσω του Άουσβιτς. Ανεξάρτητα από την αναγκαιότητα που είχαν οι δίκες και ανεξάρτητα από την προφανή τους αναποτελεσματικότητα (περιέλαβαν μόνο κάποιες εκατοντάδες ανθρώπους), βοήθησαν να κάνουν γνωστή την ιδέα ότι το πρόβλημα του Άουσβιτς είχε υπερβαθεί. Οι κρίσεις είχαν περάσει, οι αποδείξεις της ενοχής είχαν αναμφίβολα επαληθευτεί. Με την εξαίρεση κάποιων περιστασιακών στιγμών διαύγειας, χρειάστηκε σχεδόν μισός αιώνας για να γίνει κατανοητό ότι ο νόμος δεν εξαντλούσε το πρόβλημα. Απεναντίας, το ίδιο το πρόβλημα ήταν τόσο μεγάλο που αμφισβητούσε τον ίδιο το νόμο, σύροντάς τον στα ίδια του τα ερείπια.
Η σύγχυση μεταξύ νόμου και ηθικής και μεταξύ θεολογίας και νόμου είχε επιφανή θύματα. O Hans Joas, ο φιλόσοφος και μαθητής του Heidegger, που ειδικεύτηκε σε ζητήματα ηθικής, είναι ένας από αυτούς. Το 1984, όταν παρέλαβε το βραβείο Lucas στο Tubingen, μίλησε για το ζήτημα του Άουσβιτς προετοιμάζοντας μια νέα θεοδικία, ρωτώντας πώς ήταν δυνατό για το θεό να ανεχτεί το Άουσβιτς. Η θεοδικία είναι μια δίκη που επιχειρεί να εγκαταστήσει την ευθύνη, όχι των ανθρώπων, αλλά του θεού. Όπως όλες οι θεοδικίες, έτσι κι αυτή του Jonas καταλήγει σε μια αθώωση. Η αιτιολόγηση για αυτή την ποινή είναι κάτι σαν: ‘Ο απεριόριστος θεός απογύμνωσε απολύτως τον εαυτό του από την παντοδυναμία του. Δημιουργώντας τον κόσμο, ο θεός του έδωσε τη μοίρα του και έγινε αδύναμος. Έτσι, έχοντας αδειάσει τελείως τον εαυτό του στον κόσμο, δεν έχει πια τίποτα άλλο να μας προσφέρει. Είναι τώρα η σειρά του ανθρώπου να δώσει. Ο άνθρωπος μπορεί να το κάνει αυτό με το να φροντίσει, ώστε να μη συμβεί ποτέ, ή να συμβαίνει σπάνια, να μετανιώνει ο θεός την απόφασή του να αφήσει τον κόσμο να υπάρχει’.
Το συμβιβαστικό κακό κάθε θεοδικίας είναι απολύτως σαφές εδώ. Όχι μόνο δεν μας λέει τίποτα η θεοδικία για το Άουσβιτς, ή για τα θύματα και τους εκτελεστές. Δεν καταφέρνει καν να αποφύγει το ευτυχές τέλος. Πίσω από την ανημπόρια του θεού αρχίζει να φαίνεται η ανημπόρια των ανθρώπων, που συνεχίζουν να ικετεύουν ‘Ας μη γίνει αυτό ποτέ ξανά!’ όταν είναι σαφές ότι ‘αυτό’ είναι, ήδη, από τώρα, παντού.

1.6
Η έννοια της υπευθυνότητας είναι επίσης αθεράπευτα επηρεασμένη από το νόμο. Όποιος προσπάθησε να τη χρησιμοποιήσει έξω από τη δικαϊκή σφαίρα το ξέρει. Παρόλα αυτά, η ηθική, η πολιτική, και η θρησκεία μπόρεσαν να ορίσουν τους εαυτούς τους μόνο αδράχνοντας έδαφος από τη δικαϊκή υπευθυνότητα- όχι προκειμένου να υποθέσουν ένα άλλο είδος υπευθυνότητας, αλλά για να αρθρώσουν ζώνες μη-υπευθυνότητας. Αυτό δε σημαίνει, φυσικά, ατιμωρησία. Απεναντίας, σηματοδοτεί- τουλάχιστον για την ηθική- την αντιπαράθεση με μια υπευθυνότητα που είναι απείρως μεγαλύτερη από ό, τι θα μπορούσαμε ποτέ να υποθέσουμε. Μπορούμε, τουλάχιστον, να είμαστε πιστοί σε αυτό, να υποθέσουμε την απλότητά της.
Η πρωτοφανής ανακάλυψη που έγινε στο Άουσβιτς από τον Levi αφορά μια περιοχή που είναι ανεξάρτητη από κάθε εγκαθίδρυση υπευθυνότητας, μια περιοχή στην οποία ο Levi κατάφερε να απομονώσει κάτι σαν ένα νέο ηθικό στοιχείο. Ο Levi το αποκαλεί ‘γκρίζα ζώνη’. Είναι η ζώνη στην οποία ‘η μακρά αλυσίδα της σύνδεσης μεταξύ θύματος και εκτελεστή’ χαλαρώνει, όπου ο καταπιεσμένος γίνεται καταπιεστής και ο εκτελεστής με τη σειρά του εμφανίζεται σαν θύμα. Μια γκρίζα, αδιάκοπη αλχημεία, στην οποία το καλό και το κακό και, μαζί με αυτά, όλα τα μέταλλα της παραδοσιακής ηθικής αγγίζουν το σημείο της σύντηξής τους.
Αυτό που έχει σημασία εδώ, παρόλα αυτά, είναι η ζώνη της ανευθυνότητας και η impotentia judicanti (αδυναμία κρίσης) (Levi 1989: 60) που τοποθετείται όχι πέρα από το καλό και το κακό, αλλά, για να το πούμε έτσι, πριν από αυτά. Με μια χειρονομία που είναι συμμετρικά αντίθετη από αυτή του Nietzsche, o Levi τοποθετεί την ηθική πριν από το πεδίο στο οποίο είμαστε συνηθισμένοι να την σκεφτόμαστε. Και, χωρίς να είμαστε ικανοί να πούμε γιατί, αισθανόμαστε ότι αυτό το πριν είναι πιο σημαντικό από οποιοδήποτε πέραν – ότι ο υπάνθρωπος πρέπει να μας αφορά πιο πολύ από τον υπεράνθρωπο. Αυτή η άσημη ζώνη της ανευθυνότητας είναι ο Πρώτος Κύκλος μας, από την οποία καμία ομολογία υπευθυνότητας δε θα μας μετακινήσει και στην οποία ό, τι εκστομίζεται, λεπτό το λεπτό, είναι ‘η τρομακτική, ανείπωτη, αδιανόητη κοινοτοπία του κακού’ (Arendt 1992: 252). 

Giorgio Agamben, Απομεινάρια του Άουσβιτς, 1.3 – 1.4


1.3
Στα λατινικά υπάρχουν δυο λέξεις για τον ‘μάρτυρα’. Η πρώτη λέξη, testis, από την οποία προέρχεται η λέξη ‘testimony’ (μαρτυρία), ετυμολογικά σηματοδοτεί το άτομο που, σε μία δίκη ανάμεσα σε δύο ανταγωνιζόμενα μέρη, είναι στη θέση του τρίτου (*terstis). Η δεύτερη λέξη, superstes, χαρακτηρίζει ένα άτομο που έχει επιβιώσει από κάτι, που έχει ζήσει ένα συμβάν από την αρχή μέχρι το τέλος και μπορεί, κατά συνέπεια, να δώσει τη μαρτυρία του γι΄ αυτό. Είναι προφανές ότι ο Levi δε βρίσκεται στη θέση ενός τρίτου. Είναι επιζών [superstite], με όλη τη σημασία της λέξης. Αλλά αυτό σημαίνει, επίσης, ότι η μαρτυρία του δεν έχει τίποτα να κάνει με την κατάθεση των γεγονότων για μια δίκη (δεν είναι αρκετά ουδέτερος γι’ αυτό, δεν είναι ένας testis). Σε τελική ανάλυση, δεν είναι η κρίση που τον ενδιαφέρει, πόσο μάλλον η συγχώρεση. ‘Δεν εμφανίζομαι ποτέ σαν κριτής. Δεν έχω την αρμοδιότητα να αποδώσω συγχώρεση.. δεν έχω εξουσία’(ό.π: 77, 236). Για την ακρίβεια, φαίνεται ότι το μόνο πράγμα που τον ενδιαφέρει είναι αυτό που καθιστά την κρίση αδύνατη: η γκρίζα ζώνη στην οποία τα θύματα γίνονται εκτελεστές και οι εκτελεστές θύματα. Σχετικά με αυτό, περισσότερο από ό, τι σε οτιδήποτε άλλο, βρίσκονται σε συμφωνία όλοι οι επιζώντες: ‘Καμιά ομάδα δεν ήταν περισσότερο ανθρώπινη από κάποια άλλη’(ό.π: 232). ‘Θύμα και εκτελεστής είναι ισότιμα επαίσχυντοι. Το μάθημα των στρατοπέδων είναι η αδερφότητα σε διωγμό’ (Rousset, cf. Levi 1997: 216).
            Όχι ότι μια κρίση δεν μπορεί ή δεν πρέπει να γίνει. ‘Αν είχα τον Eichmann μπροστά μου, θα τον είχα καταδικάσει σε θάνατο’(ό.π: 144). ‘Από τη στιγμή που διέπραξαν εγκλήματα, πρέπει να πληρώσουν’(ό.π: 236). Το αποφασιστικό σημείο είναι απλά ότι τα δύο αυτά πράγματα δεν πρέπει να συγχέονται, δεν πρέπει να παίρνουμε ως δεδομένο ότι ο νόμος εξαντλεί το ζήτημα. Υπάρχει ένα μη δικαϊκό στοιχείο αλήθειας, σύμφωνα με το οποίο τα γεγονότα δεν ανάγονται στο νόμο. Είναι ακριβώς αυτό που ενδιαφέρει τον επιζώντα: οτιδήποτε τοποθετεί την ανθρώπινη δράση πέραν του νόμου, αποσύροντάς την ριζικά από τη Δίκη. ‘Ο καθένας μας μπορεί να κριθεί, να καταδικαστεί και να τιμωρηθεί, χωρίς καν να γνωρίζει το γιατί’ (ό.π:75).

1.4
Ένα από τα πιο κοινότοπα λάθη – που δε γίνεται μόνο σε συζητήσεις σχετικά με το στρατόπεδο – είναι η λανθάνουσα σύγχυση ανάμεσα σε ηθικές και δικαϊκές κατηγορίες. (ή, χειρότερα, ανάμεσα σε δικαϊκές και θεολογικές κατηγορίες που δίνουν ώθηση σε μια νέα θεοδικία). Όλες σχεδόν οι κατηγορίες που χρησιμοποιούμε σε ηθικές και θρησκευτικές κρίσεις είναι κατά κάποιο τρόπο επηρεασμένες από το νόμο: ενοχή, υπευθυνότητα, αθωότητα, κρίση, συγχώρεση… Αυτό το κάνει δύσκολο να τις επικαλεστείς χωρίς την ανάλογη προσοχή. Όπως ξέρουν πολύ καλά οι νομικοί, ο νόμος δεν προσανατολίζεται στην εγκαθίδρυση της δικαιοσύνης. Αυτό φαίνεται χωρίς αμφιβολία από τη δύναμη της κρίσης που ακόμα και μια άδικη απόφαση επισύρει. Απώτερος σκοπός του νόμου είναι η παραγωγή ενός res judicata, όπου η καταδίκη λειτουργεί ως υποκατάστατο του αληθούς και δίκαιου, που διατηρείται ως αληθές ανεξάρτητα από το ψέμα και την αδικία του. Ο νόμος ησυχάζει σε αυτό το υβριδικό πλάσμα, για το οποίο είναι δύσκολο να πει κανείς αν είναι γεγονός ή κανόνας. Από τη στιγμή που ο νόμος παρήγαγε το res judicata του, δεν μπορεί να προχωρήσει παραπέρα. Το 1983, ο εκδοτικός οίκος Einaudi ζήτησε από τον Levi να μεταφράσει τη Δίκη του Κάφκα. Ατελείωτες ερμηνείες της Δίκης έχουν προσφερθεί. Κάποιες υπογραμμίζουν τον προφητικό πολιτικό χαρακτήρα της νουβέλας (η μοντέρνα γραφειοκρατία ως το απόλυτο κακό) ή τη θεολογική της διάσταση (το δικαστήριο ως ο άγνωστος Θεός) ή το βιογραφικό της νόημα (καταδίκη ως η αρρώστια από την οποία νόμιζε ο Κάφκα ότι υπέφερε). Σπάνια τονίζεται ότι το βιβλίο αυτό, στο οποίο ο νόμος εμφανίζεται μόνο στη μορφή μιας δίκης, περιλαμβάνει μια εμβριθή ενόραση σχετικά με τη φύση του νόμου, η οποία, σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, δεν είναι τόσο κανόνας, όσο είναι κρίση και κατά συνέπεια δίκη. Αλλά, αν στην ουσία του νόμου, κάθε νόμου, είναι η δίκη, αν κάθε δικαίωμα (και η ηθική συμπεριφορά που έχει επηρεαστεί από αυτόν) είναι μόνο νομικό δικαίωμα, τότε η εκτέλεση και η παράβαση, η ενοχή και η αθωότητα, η υπακοή και η ανυπακοή γίνονται όλα αδιάκριτα και χάνουν τη σημασία τους. ‘Το δικαστήριο δε θέλει τίποτα από σένα. Σε καλωσορίζει όταν έρχεσαι, σε απαλλάσσει όταν φεύγεις’. Ο απώτερος σκοπός κάθε νομικής ρύθμισης είναι να παράγει κρίση. Αλλά η κρίση δε σκοπεύει ούτε στο να τιμωρήσει, ούτε στο να εκθειάσει, ούτε στο να εγκαταστήσει δικαιοσύνη, ούτε στο να αποδείξει την αλήθεια. Η κρίση είναι από μόνη της ο σκοπός και αυτό, έχει ειπωθεί, εγκαθιστά το μυστήριό της, το μυστήριο της δίκης.
Μια από τις συνέπειες που προκύπτει από αυτή την αυτοαναφορική φύση της κρίσης, και ο Sebastiano Satta, ένας μεγάλος ιταλός νομικός το έδειξε- είναι ότι η τιμωρία δεν ακολουθεί την απόφαση, αλλά η απόφαση είναι από μόνη της τιμωρία. ‘Θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλη η τιμωρία βρίσκεται στην απόφαση, ότι η χαρακτηριστική δράση της τιμωρίας – φυλάκιση, εκτέλεση- έχει σημασία από τη στιγμή που είναι, για να το πούμε έτσι, η εκτέλεση της απόφασης’ (Satta 1994: 26). Αυτό σημαίνει επίσης ότι ‘η ποινή της αθώωσης είναι η ομολογία ενός δικαστικού λάθους’, ότι ‘όλοι κατά βάθος είναι αθώοι’, αλλά ότι το μόνο αληθινά αθώο άτομο ‘δεν είναι αυτό που αθωώθηκε, αλλά αυτό που πέρασε τη ζωή του χωρίς να υποστεί τη διαδικασία της κρίσης’(ό.π: 27). 

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Giorgio Agamben, Απομεινάρια του Άουσβιτς


Giorgio Agamben, Απομεινάρια του Άουσβιτς
Κεφάλαιο ένα
Ο μάρτυρας

1.1
Στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, ένας από τους λόγους που μπορούν να οδηγήσουν έναν φυλακισμένο στην επιβίωση, είναι η ιδέα να γίνει μάρτυρας. ‘Αποφάσισα πως ό, τι και να μου συνέβαινε, δε θα αφαιρούσα την ίδια μου τη ζωή.. από τη στιγμή που δεν ήθελα να αποσιωπήσω τον μάρτυρα που θα γινόμουν’ (Langbein, 1988: 186).
Φυσικά, δε δίνουν όλοι οι επιζώντες αυτόν τον λόγο ως αιτία της επιβίωσης τους. Για την ακρίβεια δεν το κάνουν παρά μόνο λίγοι. Μια αιτία για επιβίωση θα μπορούσε να είναι ένα ζήτημα ευκαιρίας για ζωή. ‘Θα ήθελε να επιβιώσει γι αυτόν ή για κείνον τον λόγο, για τον έναν ή τον άλλο σκοπό. Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελε να ζήσει με οποιοδήποτε κόστος’ (Lewental 1972: 148). Ή θα μπορούσε να είναι απλά ένα ζήτημα εκδίκησης: ‘Κανονικά, θα έπρεπε να πέσω στα (ηλεκτροφόρα) συρματοπλέγματα, γιατί μπορείς πάντα να το κάνεις αυτό. Αλλά θέλω να ζήσω. Και αν γίνει το θαύμα που όλοι περιμένουμε; Μπορεί να απελευθερωθούμε, σήμερα ή αύριο. Τότε, θα πάρω την εκδίκησή μου, τότε θα πω σε όλο τον κόσμο τι συνέβη εδώ- μέσα εδώ’ (Sofsky 1997: 340). Να εξηγήσει κανείς την επιβίωση κάποιου δεν είναι εύκολο- πόσο μάλλον στο στρατόπεδο. Έπειτα, είναι κάποιοι επιζώντες που προτιμούν να παραμείνουν σιωπηλοί. ‘Κάποιοι φίλοι μου, πολύ αγαπημένοι μου φίλοι, δεν μιλούν ποτέ για τον Άουσβιτς’ (Levi 1997: 224). Κι όμως, για κάποιους άλλους, ο μόνος λόγος επιβίωσης είναι για να επιβεβαιώσουν ότι η μαρτυρία τους δε θα χαθεί. ‘Από την άλλη, κάποιοι, μιλούν γι’ αυτό ακατάπαυστα, και είμαι ένας από αυτούς’(ό.π.).

1.2
Ο Primo Levi είναι το τέλειο παράδειγμα μάρτυρα. Όταν επιστρέφει σπίτι, αφηγείται  ακούραστα την εμπειρία του σε όλους. Συμπεριφέρεται όπως ο Αρχαίος Ναυτικός του Coleridge:
‘Θυμάστε τη σκηνή: ο αρχαίος ναυτικός απευθύνεται στους καλεσμένους του γάμου, που σκέφτονται το γάμο και δεν του δίνουν σημασία, και τους αναγκάζει να ακούσουν την ιστορία του. Ε λοιπόν, όταν επέστρεψα από το στρατόπεδο συγκέντρωσης έκανα ακριβώς αυτό. ένιωσα μια ασυγκράτητη ανάγκη να πω την ιστορία μου στους πάντες!... κάθε κατάσταση ήταν μια περίσταση να πω την ιστορία μου σε όλους: να την πω στο διευθυντή του εργοστασίου όπως και στον εργάτη, ακόμα κι αν είχαν άλλα πράγματα να κάνουν. Είχα εκπέσει στην κατάσταση του αρχαίου ναυτικού. Τότε, άρχισα να γράφω στη γραφομηχανή μου τα βράδια.. κάθε βράδυ έγραφα, κι αυτό θεωρούνταν ακόμα πιο τρελό!’ (Levi 1997: 224- 25)
Αλλά ο Levi δε θεωρεί τον εαυτό του συγγραφέα. Γίνεται συγγραφέας προκειμένου να δώσει μαρτυρία. Με μία έννοια, δεν έγινε ποτέ συγγραφέας. Το 1963, αφού εξέδωσε δύο νουβέλες και πολλές σύντομες ιστορίες, απαντά ανεπιφύλακτα στην ερώτηση αν θεωρεί τον εαυτό του συγγραφέα ή χημικό. ‘Χημικό, φυσικά, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία’ (Levi 1997: 102). Ήταν προφανές ότι ο Levi ήταν αμήχανος με το γεγονός ότι όσο περνούσε ο καιρός, και σχεδόν χωρίς να είναι στο χέρι του, κατέληξε να γίνει συγγραφέας, συνθέτοντας βιβλία που δεν είχαν να κάνουν με τη μαρτυρία του: ‘Tότε, έγραψα.. απέκτησα το βίτσιο της συγγραφής (Levi 1997: 258). Στο τελευταίο μου βιβλίο, απομάκρυνα τον εαυτό μου εντελώς από το καθεστώς μου ως μάρτυρα.. δεν το λέω για να αρνηθώ οτιδήποτε. Δε σταμάτησα να είμαι πρώην εκτοπισμένος, ένας μάρτυρας..’ (ό.π: 167)
Ο Levi είχε αυτή την αμηχανία όταν τον είδα σε συναντήσεις στον ιταλικό εκδοτικό του οίκο, τον Einaudi. Θα ένιωθε ενοχές που επιβίωσε, αλλά όχι για το γεγονός ότι ήταν μάρτυρας.
‘Είμαι συμφιλιωμένος με τον εαυτό μου, γιατί έδωσα τη δική μου μαρτυρία’ (ό.π: 219).

Μετάφραση: pippi 



Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Η φωνή της

Μου ραγίζει την καρδιά. 
Άσε με καλή μου τσιγγάνα, έχω μπλοκάρει το συναίσθημα. 
Μη με κάνεις άνθρωπο ξανά.  





Οι στιχοι λένε: Τι θα κάνω Θε μου; 




Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Καταραμένη Μπλανς


Σήμερα, στο πάρκο, είδα ένα χτυπημένο περιστέρι. Δεν ήξερα τι κάνει κανείς με τα χτυπημένα περιστέρια.  Το κοιτούσα πολλή ώρα μέχρι να σκεφτώ μια λύση. Ήρθε δίπλα μου μια κοπέλα και μου είπε να το πάρω σε μια κούτα στο σπίτι μου, μέχρι να θεραπευτεί το πόδι του που κουτσαίνει. ‘Αν μένεις εδώ κοντά, να το πάρεις’, μου είπε, ‘διαφορετικά θα το φάει καμιά γάτα’. Ψάχναμε μαζί για κούτα και άρχισε να μου μιλάει για τα ζώα της. Έχει πέντε γάτες και άλλα τόσα σκυλιά, σε ένα σπίτι στο βουνό. Μου αρέσουν οι ιστορίες για ζώα σε σπίτια του βουνού. Όπως και οι συζητήσεις με ξένους, στη μέση ενός αστικού πάρκου, μιας λυπημένης μέρας, κι εκείνο το ‘πάντα εμπιστευόμουν την καλοσύνη των ξένων’ της μπλανς ακουγόταν πάντα σα να υπάρχει ελπίδα στη μοναξιά. Σα να μην είχα άδικο που αγάπησα την πόλη, όσο και να μου αρέσουν οι ιστορίες από τα βουνά.  Η κοπέλα σκέφτηκε να βάλει το σκύλο μου να πλησιάσει το περιστέρι για να δούμε αν θα καταφέρει να φύγει. Πέταξε, πράγματι, κι εμείς κοιταχτήκαμε όλο χαρά. Στο τέλος, μου λέει ‘Μπορεί αυτοί εκεί πίσω σου να τα χτυπάνε για να τα τρώνε. Το κάνουν και αυτό.’ Γύρισα και είδα πίσω μου δυο μετανάστες.
Καταραμένη Μπλανς, ποιος  είναι τώρα ο ξένος και με ποιον να μιλώ;
Το περιστέρι κατάφερε να πετάξει.  Κι εγώ θυμήθηκα το τελευταίο βιβλίο του αγαπημένου μου συγγραφέα. Έγραφε για την υπέροχα ξεπουλημένη γενιά των παλιών αριστερών. Το βιβλίο το λένε σα σπασμένα φτερά.
Είδα το κενό μέσα μου να χάσκει, έσυρα τα πόδια μου στο σπίτι.
Σπασμένα φτερά.
Πόσες γέφυρες ακόμα να κάψω για να μην καίγομαι; 

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

Η κατάσταση εξαίρεσης είναι κάθε μέρα


Εκτάκτου ανάγκης

Όλα συντείνουν.
Τα παιδιά που ξαναρχίζουν το σχολείο
Η διακοπή του νερού
Όλα αυτά που γυρεύω να κάνω
Και δεν προλαβαίνω
Εκείνη η περσινή βραδιά
Που μου πες: γιατί να σ’ αφήσω να φύγεις
Όλα συντείνουν
Τα στοιβαγμένα περιοδικά πάνω στο κρεβάτι μου
Οι αδειανές βαλίτσες
Η σπασμένη κούκλα στο πάτωμα
Ο λεκές από χλωρίνη στη ρόμπα μου
Η παρακμή του βενετσιάνικου καθρέφτη
Η βελόνα του πικάπ που έσπασε
Τα λειψά ρέστα
Η βρωμισμένη λίμνη
Οι Doors, οι Floyd, οι Jethro Tull
Που με χτυπάν από χίλιες μεριές.
Κάποιος εργάτης σε μια σκαλωσιά
Που με καλωσόρισε σ’ αυτή την πόλη
Τραγουδώντας μου την πρώτη μέρα
Κι από τότε δεν τον ξανάκουσα.
Όλα συντείνουν
Η βιασύνη
η ακαταστασία
Οι πόρτες που χτυπάν απ’ τον αέρα
Εσύ που δεν είσαι εδώ
όταν σε χρειάζομαι.
Η υπομονή μου
Η άχρηστη φωνή μου
Το βαρύ φορτίο της αγάπης σου
Συντείνουν.
Τα σταυρόλεξα που δεν μπορώ να λύσω
Και γυρίζω τη σελίδα
Και οι τοκετοί μου
Και η έκτρωσή μου
Και η βρύση που στάζει
Όλα συντείνουν σου λέω
Στο να λιγοστεύω κάθε μέρα όλο και περισσότερο.


Μαρία Λάζου


Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Σπουδή θανάτου


Σταματήστε να σκοτώνετε τους νεκρούς.
Μη φωνάζετε πια. Μη φωνάζετε.
Εάν θέλετε να τους αφουγκράζεστε ακόμα.
Εάν ελπίζετε πως δε θα χαθούν.
 Τζουζέπε Ουνγκαρέττι


Αλλά τόσες μέρες εξακολουθεί να είναι συγκλονιστικός ο θάνατος του με το ανάξιο λόγου πένθος. Γιατί εμένα έτσι μου φάνηκε ο λόγος για έναν νεκρό από τα δακρυγόνα των μπάτσων. Που πάνω στο κορμί του γίνεται μια παρωχημένη πολιτική. Κάτι σαν σκύλευση για ακόμα μια φορά, αφού όπως και όποτε γίνεται λόγος για θάνατο στο δημόσιο χώρο εξυπηρετεί σκοπιμότητες και όχι επιθυμίες, ούτε ανάγκες. Μια θλιβερή γραφειοκρατία του θανάτου, που μετρά τη ζωή ανάποδα, από την ιδεολογία.
Όχι από τα απομεινάρια της, όπως θα έπρεπε.
Δεν μπορώ να σε πενθήσω γιατί ήσουν στις τάξεις του εχθρού. Και τους νεκρούς τους πενθούν οι δικοί τους. Αυτοί αποφασίζουν το πένθος. Γιατί έχει σημασία να ξέρεις πού βρίσκεσαι και ποια θέση παίρνεις. Γιατί έχει σημασία, για τους δικούς σου, με ποιον τρόπο πρόκειται να σε πενθήσουν. Γιατί σημαίνει τον τρόπο που ζήσανε όσο ζούσες μαζί τους και τον τρόπο που θα μπορέσουν να συνεχίσουν να ζουν μετά τον θάνατό σου. Να συνεχίσουν να ζουν ξέροντας ότι σε πένθησαν όσο σου άξιζε και όσο άξιζε και στους ίδιους που αξιώθηκαν να σε έχουν στις γραμμές τους.
Διαχωριστικές γραμμές υπάρχουν ευτυχώς. Γιατί οι επιλογές μας έχουν κόστος. Άλλες είναι σαφείς. Άλλες πιο θολές. Εμείς και το κράτος. Εμείς και η κυβέρνηση. Εμείς και η αλληλεγγύη σε ποιον. Εμείς και τα ΜΑΤ. Εμείς και τα ΚΝΑΤ. Εμείς και ένας μπάτσος στα κόκκινα. Εμείς γελάμε γιατί ο μπάτσος δεν είναι μπλε. Εμείς είμαστε τα σωστά αγόρια.
Η ‘αιώνια επιστροφή’ σημαίνει (αν έχω καταλάβει σωστά) ότι αν όλα άρχιζαν από την αρχή θα έκανες και πάλι τα ίδια. Ότι αναλαμβάνεις την ευθύνη για όσα έχασες, για όσα έδωσες, για όσα έλαβες, για όσα ρίσκαρες, για τις συνέπειές τους. Που κάθεσαι τις ζεις και τις στοχάζεσαι διαμορφώνοντας μια ζωή σύμφωνα με όσα σου έμαθαν τα βιώματά σου. Που μετατοπίζεις τον τρόπο της ύπαρξής σου κάτω από το βάρος αυτών που νιώθεις μέσα σου κάθε φορά που δίνεις χώρο και χρόνο σε μια επιλογή σου. Όχι ότι χτίζεις από εγωισμό στο μακάβριο χώρο των συμπτωμάτων. Η αιώνια επιστροφή σημαίνει ότι, παρόλο το κόστος, έχεις υπάρξει ο εαυτός σου. Δεν σε αναχαίτισε να διαφοροποιηθείς ο φόβος για αυτό που θα σήμαινε να ακούς τη φωνή σου. Αυτό είχε πάντα και θα έχει συνέπειες, όπως έχουν όλα έτσι κι αλλιώς. Η ζωή είναι γεμάτη διαχωριστικές γραμμές. Κι έτσι θα έπρεπε να είναι. Η ζωή είναι γεμάτη απώλειες. Γιατί έτσι είναι. Η πειθαρχία στο κόμμα, όπως και η αγκύλωση σε ταυτότητες, το φαντασιακό του ανήκειν που σε κάνει να συμμετέχεις σε κάτι για να δουν οι άλλοι ότι είσαι μέσα σε αυτό και να νιώσεις ότι υπάρχεις κοστίζει έναν ανάξιο θάνατο. Δηλαδή, μια ανάξια ζωή.
Αυτή η αμηχανία για έναν νεκρό που δεν έγινε αυτό που επιχείρησε μια χυδαία κομματική προπαγάνδα να γίνει, δείχνει τη συντριβή του πνεύματος, δείχνει το αδύνατον του πένθους, το πένθος που δεν είναι αδιανόητο, αλλά αποκλεισμένο, δείχνει το θρίαμβο του θανάτου. Μοιάζει να είναι ακόμα μια σκύλευση στο σώμα ενός νεκρού. Και χιλιάδες νεκροί από κάτω που δεν έχουν μάθει να πενθούν. Κι άμα δεν έχεις μάθει να πενθείς, αν δεν έχεις μάθει τι χάνεις εσύ, όταν χάνεται κάποιος δικός σου, τότε δεν έχεις μάθει να ζεις και δεν έχεις ζήσει. Είναι ο θάνατος που δε θα γίνει φίλος μου ποτέ. Είναι ο θάνατος που τρώει τη ζωή από άκρη σε άκρη.

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

Πάγωσε η τσιμινιέρα

Αυτοί που φωνάζουν τους εργάτες είναι Σουηδοί. Έχουν πιο πολύ στυλ από τους άνδρες που γίνονται με τη δουλειά εδώ που τα λέμε.




Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Όλα είναι μία συνήθεια

Όλα είναι μια συνήθεια.
Ο Πρίμο Λέβι έγραφε ότι το ποδόσφαιρο που παίζαν στα διαλείμματα οι φύλακες των στρατοπέδων συγκέντρωσης ήταν η χειρότερη φρίκη.
Λυπάμαι που όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος.
Λυπάμαι που θα ζήσω χωρίς τον καλύτερό μου φίλο. Λυπάμαι που η ζωή είναι μια απώλεια που απλά συνηθίζεται. Που σηκώνεσαι το πρωί για να πιεις καφέ, να βγάλεις το σκύλο, να διαβάσεις εφημερίδες, να αγχωθείς για τη δουλειά, για τις συνεντεύξεις. Η ζωή συνεχίζεται με τις ενοχές για τους γονείς που ξεχνάω διαρκώς να συλλογίζομαι, τη θλίψη για τη θεία που αρρωσταίνει όλο και πιο πολύ, τον παλιό φίλο που χάθηκε στο τέλος του καλοκαιριού, τον πόνο για μια απώλεια ανείπωτη ακόμα, πίσω από όλες τις γραμμές. Η ζωή συνεχίζεται με όλα τα άρρωστα παιδιά που γνώρισα, που δεν μπορώ να ξανασυναντήσω, με όλα τα άρρωστα παιδιά που δε θα άντεχα να φροντίσω για όλη μου τη ζωή. Η ζωή συνεχίζεται και δίπλα μου οι άνθρωποι μένουν χωρίς δουλειά, άλλοι δεν έχουν σπίτια κι έξω βρέχει. Και καμιά φορά, όσες πόρτες και να κλείσω, αρκεί μια σελίδα για να περιγραφεί η φρίκη, με κάθε λεπτομέρεια.
Να βγάλω το σκύλο βόλτα, να διαβάσω τις πρωινές εφημερίδες.
Περνούν οι ώρες και οι μέρες και όλη η ζωή.
Μέρες και νύχτες αγάπης και πολέμου.
Όπως μια πέτρα που ρίχνεις σε μια λίμνη, ταράζει για λίγο τα νερά και μετά ησυχάζουν και πάλι.
Θα συνηθίσω. Αλλά τώρα που το άγχος μου κοντεύει να με διαλύσει, θα νιώθω τουλάχιστον ζωντανή.
Ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί πρέπει να συνηθίσω.  Αυτό που έχω καταλάβει είναι ότι η συνήθεια είναι το χειρότερο πράγμα. 

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Μαύρες θάλασσες


Τα καλοκαίρια αφήνουν αναμμένα κεριά
στις αναπνοές των λυπημένων.
Ζέστη πουλιών που θα επιστρέψουν.
Και δεν θα ξέρουμε τι να τους πούμε.
Με το παγωμένο αίμα
με τα σπασμένα φτερά
αγαπημένων
αυτόχειρων ποιητών
νεκρών πεζογράφων.

Μην αργείτε,

μαύρες θάλασσες

Λευκά πουλιά της ησυχίας.

Μεγαλώνω. 

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Αρχίζουν τα σχολεία



Δε λέει να αρχίσει αυτός ο Σεπτέμβρης. Θα προτιμούσα να ήμουν στο στρατό, έλεγα αστειευόμενη, κάποιος να με πάρει με το ζόρι και να με βάλει σε μία καταναγκαστική εργασία. Να μου τον αρχίσουν οι άλλοι αυτόν τον Σεπτέμβρη. Από πού να την αρχίσεις αυτή τη ζωή; Τι να ’χει σημασία; Και χθες βρέθηκα να ακούω ιστορίες για το στρατό. Για τουαλέτες που χρησιμοποιούν 250 άτομα και καθαρίζονται από έναν με ένα καπάκι χλωρίνης. Και να μιλούν για ανοργανωσιά. Θυμάμαι τα Άσυλα του Goffmann. Ο στόχος των κλειστών ιδρυμάτων είναι να χάνεις το πρόσωπό σου. Την αξιοπρέπειά σου. Με κάθετί που κάνεις να νιώθεις λιγότερο άνθρωπος. Όταν σου παίρνουν τα ρούχα, όταν σου δίνουν πιο μεγάλα παπούτσια από το νούμερό σου, όταν σου στερούν την οδοντόκρεμα, όταν τρως τόσο, ώστε ποτέ να μη χορτάσεις αρκετά. Το υλικό είναι τόσο πνευματικό, σκέφτομαι. Όπως το βλέμμα του άλλου. Σου το παίρνει ή στο δίνει. Κι ας ξέρεις ότι σε έχει στην καρδιά του, θες και το βλέμμα για να νιώσεις άνθρωπος. Το βλέμμα μπροστά στους άλλους. Το υλικό είναι πνευματικό. Όταν τα βιβλία γίνονται DVD, κάποια παιδιά θα τα στερηθούν, γιατί δεν έχουν όλα laptop να φέρουν στο σχολείο.
Πρέπει να αρχίσει αυτός ο δύσκολος σεπτέμβρης. Ακούω στη βουλή τη συζήτηση για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση και τις δομές ψυχικής υγείας που κλείνουν. Ακούγεται σα σκύλευση στα σώματα των άλλων, που δε θα στερηθούν απλά τα περισσότερα, θα γίνουν κάτι άλλο, με τρόπο ακόμα πιο κρίσιμο, ακόμα πιο επείγοντα, ακόμα πιο οριακό από τον τρόπο που νιώθουν να χάνουν την ταυτότητά τους οι δημόσιοι υπάλληλοι. Αυτό είναι το θέμα έτσι κι αλλιώς. Δε διαβάζαμε στα σώματα των άλλων, των ξένων, των αλλόκοτων και παράξενων τα σημάδια του κοινωνικού συμβολαίου. Ήταν εκεί και είναι ακόμα και αυτό το Σεπτέμβρη: στις ομοφοβικές επιθέσεις στο γκάζι και αλλού, στις ρατσιστικές επιθέσεις στον Άγιο Παντελεήμονα, στον Ασπρόπυργο, στο Ρέντη και αλλού, στις αντισημιτικές επιθέσεις που μπορούν και υπερασπίζονται το δίκιο τους στις αίθουσες των δικαστηρίων. Στις ίδιες διαδικασίες βίαιης πειθάρχησης και κανονικοποίησης υποκείμεθα όλοι και όλες, ανεξάρτητα από την πολιτική θέση που παίρναμε. Παρόλο που το να είσαι σε ευνοϊκή κοινωνική θέση είναι το αποτέλεσμα μια τυχαίας συγκυρίας που μπορεί να τη χάσεις ανά πάσα στιγμή. Γι’ αυτό μη βαυκαλίζεσαι πάνω στα προνόμια.
Αν αξίζει να προκύψει κάτι από την ήττα, εκεί που νόμιζες ότι ήσουν εξασφαλισμένη, ότι έχεις ακίνητα και αυτοκίνητα, παιδιά που σπουδάζουν και σου μοιάζουν, που θα μεγαλώσουν κανονικά και θα παντρευτούνε κανονικά, και τώρα ανατρέπονται όλα και όλοι νιώθουν άγχος και ανασφάλεια, αν αξίζει για κάτι η εθνική τους ήττα είναι γιατί μόνο από την απώλεια μαθαίνεις να γίνεσαι άνθρωπος, μόνο απ’ την ήττα μαθαίνεις να μπαίνεις με σάρκα και οστά στη θέση αυτού που υποφέρει, όχι για να πεις ένα μαλακισμένο ‘έχουν όλοι προβλήματα’, αλλά για να μη βρεθείς ούτε στα λόγια στη θέση του θύτη, για να μη ζηλέψεις τη θεση των θυμάτων που τους αξίζει να είναι στο επίκεντρο. Τόσα χρόνια, η μάνα κουράγιο, η ελλαδίτσα η ψωροκώσταινα, γινόταν αυτό που έγινε πατώντας επί πτωμάτων. Απέστρεφε το βλέμμα από τα πιο στιγματισμένα σώματα, τα σώματα που δεν μπορούσε να μην κοιτάξει. Βλέμμα από σάρκα (που σημαδεύεται) και οστά (που τσακίζουν)

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

Έξοδος από ένα καλοκαίρι


Το τραύμα είναι αυτό που δεν μπορείς να αντέξεις. Είναι η εισβολή μιας ενέργειας αφόρητης για τον ψυχισμό.
Το τραύμα είναι πέρα από το λόγο. Είναι αυτό που συμβαίνει όταν ο εαυτός σου δεν είναι παρών. Γιατί δεν αντέχει να είναι εκεί που είσαι. Δεν είναι απουσία. Δεν είπες: θα φύγω να μην το βλέπω, να μην το ξέρω για να μην το ζήσω.
Είναι μια ζώνη αδιακρισίας μεταξύ παρουσίας και απουσίας. Είναι μία άβυσσος.
‘Εκ των υστέρων’ επανέρχεσαι σε αυτήν τη σκοτεινή πνευματική περιοχή. Και πρέπει να βρεις ψυχικά και πνευματικά αποθέματα για να την επεξεργαστείς και να φέρεις σε μια ισορροπία αυτό που ήσουν με αυτό που έγινες. Το χάσμα αυτό αφήνει πάντα μια οδυνηρή ανάμνηση στη ψυχή, στο νου και το σώμα. Μια σκιά στη δράση σου,  που υπενθυμίζει τα όριά σου. Είναι, όμως, και ένα πλεόνασμα υποκειμενικότητας στη διάθεση της ανθρώπινης δυνατότητας, να κάνει την επιβίωση ξανά ζωή.
Να μάθεις να χάνεις σημαίνει να μαθαίνεις να ζεις. Να εκτιμάς αυτά που έχεις. Γιατί η ζωή είναι ο χρόνος που απομένει.
Η ευτυχία είναι απόφαση συνειδητή και θα είναι η εκδίκησή μας.

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2011

Take pride in your fears


Και ήρθε η στιγμή να μοιραστείς. Η αυτονομία και η περιπλάνηση δε σου ήταν ποτέ αρκετή για να γεμίζει η ζωή με νόημα. Κι ας ήξερες ότι θα φτιάξεις ιστορίες. Γιατί χωρίς αυτές, τα κενά απ’ τις δύσκολες ώρες δε γεμίζουν. Να κάνεις την εμπειρία βίωμα και το βίωμα αφήγηση. Που είναι ένα άνοιγμα στον άλλο και στον εαυτό σου που γίνεται άλλος κάθε φορά που γράφεις και δεν ξέρεις πώς θα τον αφήσεις στην τελευταία σου λέξη. Ήρθε η στιγμή να συναντήσεις παλιές και καινούριες αγαπημένες φίλες.  Σε παλιές και αγαπημένες πόλεις. Να διαχειριστείς την εγγύτητα και την μνήμη. Που έχουν κάτι η μία από την άλλη. Όπως και οι φίλες έχουν κάτι από τις πόλεις που κατοικούν κι ας τις βασανίζουν και τις δυο χίλιες αμφιβολίες για την παραμονή τους σε αυτές. Και ήρθαν οι φόβοι. Γιατί το παρελθόν δεν ξεχνιέται ποτέ. Μόνο συσσωρεύονται οι επενδύσεις του εαυτού σου και εμπλουτίζουν ακόμα πιο εκρηκτικά το παρόν. Με φόβο για την απώλεια μια που δε θα σαι ποτέ ξανά ανέμελη κι ας ξεμυαλίζεσαι στις άγριες μητροπόλεις του Βορρά. Να στέκεσαι δίπλα στις αγαπημένες φίλες που σε γεμίζουν με τις δικές τους αφηγήσεις, με τις δικές τους αναμνήσεις που έχουν κάτι από σένα, που αφήνουν ίχνη σε σένα και τα κομμάτια σας να μπαίνουν από τη μία στην άλλη και άλλα κομμάτια σας να δοκιμάζουν την ετερότητα. Το βερολίνο σου είναι πέρα από την εικόνα. Να επιστρέφεις σε όλες τις στιγμές που έχεις δοκιμάσει τη μυθική και μυθοποιημένη πόλη, μικρή που ήρθες μόνη σου να συναντήσεις τη θεία που η μαμά δε συμπαθούσε και έφτασες εδώ μικρό παιδί να διαχειριστείς όσα δεν ήξερες ακόμα ότι θα πονούν πολύ, όλο και πιο πολύ όσο θα μεγαλώνεις, σ’ ένα παλιό σπίτι στο Kreuzberg που δεν ήξερες ακόμα την ιστορία του και τι σημασία είχε αφού σου έλειπε η μαμά κι όταν θα ξαναπήγαινες να επαναλάβεις τις διαδρομές από τα Φτερά του έρωτα γιατί η μετεφηβεία περνούσε μέσα από τις ταινίες που νόμιζες ότι είχαν τόση σημασία, που νόμιζες γιατί φοβόσουν τους ανθρώπους για να είσαι ειλικρινής χρόνια τώρα μετά από την αλήθεια που πονάει όταν την ακούς να σφυρίζει μέσα από το κενό που κρύβεις μες στο στήθος σου και αντέγραφες την αναπαράσταση σα να ήταν η πραγματικότητα και πέρναγες την Unter den linden και τους αγγέλους της σ’ ένα ταξίδι πριν το χωρισμό, από κείνους τους μικρούς και ανώδυνους νεανικούς χωρισμούς που σου έμαθαν μετά τι σημαίνει η απώλεια που δεν είναι να την αψηφάς και κάθε φορά να επιλέγεις τι έχεις να αφήσεις πίσω, τι έχεις να πάρεις μαζί στις αποσκευές σου όταν φεύγεις, χρόνια ξανά μετά να αποχωρίζεσαι την αγαπημένη φίλη που εγκατέλειπε την κοινή σας πόλη και όσα ζήσατε μαζί, αλλά να κατανοείς τους ανθρώπους όταν φεύγουν, καμιά φορά δεν έχουν επιλογή, δε θα ήταν καλά αν παραμέναν εκεί που είσαι κι εσύ, θα έμενε βαθιά μες στην καρδιά σου η φίλη που τη συνάντησες ξανά χρόνια μετά και ήταν όλα όπως παλιά γιατί πώς να αλλάξουν, η ζωή είναι μία και συνεχής και όσοι αγάπησες θα γίνονται άγιοι να σε προσέχουν, να έχουν τα μάτια τους στραμμένα πάνω σου, που διασχίζατε τα σύνορα με ένα παλιό αμάξι, κοιμόσασταν μέσα στη θλίψη που το είχατε φορτώσει για τον αποχωρισμό και δεν το είπατε ποτέ η μία στην άλλη, πως σήμαινε τόσα πολλά που φύγατε μαζί για αυτό που θα σας χώριζε, σ’ ένα σπίτι στο Kreuzberg ξανά, που τώρα σου μάθαινε όσα είχαν συμβεί παλιά σε αυτή την πόλη, όσα είχαν ρημάξει τώρα πια. Το Βερολίνο είναι η πόλη του πένθους. Έχουν συμβεί όλα, έχουν τελειώσει όλα. Στις καταλήψεις με φεμινίστριες να βρίζουνε το πανκ και το πρώτο κουίαρ πάρτυ της ζωής σου and we were at the stupid kopi? Να ακούς το διχασμό που τότε δεν ήξερες ότι έπρεπε να επιλέξεις φεμινισμό ή αναρχία, αλλά σου έδειξε η ζωή μετά τα σχήματα που είναι πιο ισχυρά καμιά φορά από όσα θα ήθελες να ζήσεις, να είναι αδιαίρετα τα κομμάτια σου, χρόνια μετά ξανά στο βερολίνο να πενθήσεις έναν άλλο χωρισμό, να ακροβατείς στο όριο με την παλιά σου συγκάτοικο πριν να υπάρξει καινούρια, την παλιά σου συγκάτοικο που την αγάπησες πολύ, που σου έμαθε ότι το σπίτι είναι θησαυρός που δεν τον βρίσκεις κάθε μέρα και αποφασίσατε να διασχίσετε την ευρώπη, πάτρα, βενετία, βιέννη, βερολίνο, αμβούργο, στοκχόλμη, όσλο, τα τρένα να περνάνε τα σύνορα στην ψυχή και στο χάρτη, το σπίτι να χωρίζεται στα δύο και η ζωή να είναι στο δρόμο, απρόβλεπτη και σταθερή μαζί. Σε μια κατάληψη ξανά στο Kreuzberg και οι διαδρομές να χαράζονται από τη μια μέρα στην άλλη. Το Βερολίνο είναι η πόλη του πένθους. Και τώρα θα κατέβεις στην Oranienstrasse σα να ήσουν εκεί από πάντα, θα ξαναζωντανέψουν όλες οι φαντασιώσεις για την αυθεντικότητα του πανκ που ξέρεις ότι θα μείνουν εκεί στα ξένα να ψηλαφείς το φαίνεσθαι του διαφορετικού που σε βασάνιζε επίσης από πάντα, θα περπατάς στο Mitte να δεις φωτογραφίες μιας ζωής τραβηγμένες με μια πολαρόιντ, στιγμές μιας πόλης και μιας καθημερινότητας τόσο πεζής που να μπορεί να υψωθεί στην τέχνη που εξαντλείται γρήγορα κι αυτή, να ξαναβρείς τις μουσικές, τη noise, τη hardcore, την tekno, το post punk που σε χτυπούν από χίλιες μεριές που λέει και η ποιήτρια, Mitte, Neukoln, Friedriechstein, ήχοι διαστραμμένοι να σ’ ακολουθούν με τη βροχή που καίει τα σωθικά σου κι η τελευταία  βραδιά σ’ ένα κουίαρ πάρτυ, που είναι πολύ πολύ δικό σου τώρα πια, κορίτσια να αγκαλιάζουν κορίτσια, αγόρια που φιλάνε αγόρια και χορεύουν σαν κορίτσια, εδώ είναι το σπίτι σου, να αμφισβητείς την άρρωστη πλευρά σου που γέμισε με νταρκίλες και η αγαπημένη φίλη να μοιράζεται την αλήθεια που κρύβεται πίσω από την σκοτεινιά, ποτά, ζαλάδα, σκοτοδίνη και πρέπει να φύγεις και ξερνάς στην Kottbuser Tor, και οι φίλες να γελούν γιατί είναι σα να ξερνάς στην ομόνοια, γέλια, μαχαίρια, σκοτάδια, συντρίμμια, φτερά.
Το Βερολίνο είναι η πόλη του πένθους.
Κι η αγαπημένη φίλη, η φίλη από παλιά, η φίλη από πάντα, όπως είναι όλες οι φίλες, να σου μιλάει για τη μέρα της σε μια εξοχή του βερολίνου, σ’ ένα σπίτι με ένα φίλο και τα δύο παιδιά του. Και να νοσταλγείτε την οικογένεια που δεν είχατε ποτέ, και την ασφάλεια που πάντα την αποζητείτε γιατί δεν την είχατε όταν έπρεπε, μα ποτέ δεν είναι αργά για να αποκτήσουμε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, και πώς θα γίνει αυτό; να καλύπτουμε τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας, εμείς πηγαίνουμε μια ζωή ενάντια σε αυτές, να κάνουμε αυτό που μας κάνει καλό, να αγαπάμε εκεί που μας αγαπούν κι ας μην αγαπούμε μόνο αυτούς που μας αγαπούν. Και να μιλάτε για τα παιδιά που θέλετε να κάνετε, για τα παιδιά που δε θέλετε να κάνετε, για τα παιδιά που δε θα κάνετε ποτέ.
–Ναι, αλλά εγώ θέλω να τα σπάω πότε πότε σε queer πάρτυ και να ξερνάω στην Kottbuser Tor.
 – Ναι, κι εγώ.
Και γελάτε.. γιατί αγωνιάτε από παλιά αν αυτά τα κομμάτια σας θα μπορέσουν να βρουν έναν χώρο μέσα σας, χωρίς να ενοχοποιεί το ένα το άλλο.
Γυρίζοντας όμως, να ξέρεις, ότι το ταξίδι ήταν ωραίο γιατί το σπίτι σου σε περίμενε. Κάτι από το σπίτι σου. Κι ας έχεις χάσει τα πάντα. Ό, τι αγάπησες πιο πολύ. Γιατί ο σκύλος σου έμεινε να κοιτάζει τη χαραμάδα της πόρτας την πρώτη μέρα της απουσίας σου. Γιατί θα έβλεπες την πρώτη μέρα της επιστροφής την καλύτερή σου φίλη να λέτε και πάλι τα ίδια και τα ίδια. Κι ας μελαγχολείς λίγο που όλα φαίνεται να παραμένουν ίδια, παρόλο που είχες ξεμυαλιστεί και νόμιζες ότι θα έχεις γίνει άλλος άνθρωπος στην επιστροφή σου. Πιο φαντεζί, πιο εντυπωσιακός, πιο ενδιαφέρον άνθρωπος. Με τις εμπειρίες και τις γαμάτες μουσικές, με τις φαντασιώσεις για το πανκ και το άντεργκράουντ που κορέννυνται μόλις πατάς το πόδι σου στην αθήνα.
Τώρα κλείσου για λίγο και πάλι και μη μιλάς πολύ. Γιατί χωρίς κάτι να παραμένει το ίδιο, τα πράγματα δεν αλλάζουν καλά. Γιατί το χάος σημαίνει ότι όλα παραμένουν ίδια. Και νόμιζες ότι έχασες την εσωτερικότητά σου. Και πράγματι την έχασες. Ανόητη, πολύ ανόητη. Μα, δεν πειράζει. Το παιδί μέσα σου να το φροντίζεις πάντα. Είπε η ενήλικας με την κατανόηση που πρέπει να μάθει να δείχνει στα παιδιά. Μέσα και έξω από την ίδια. Μέσα και έξω από τους άλλους.
Το Βερολίνο είναι η πόλη του πένθους. Μα κάποια πόλη θα έπρεπε να το στεγάζει κι αυτό. Γιατί η ύπαρξη είναι απώλεια. Γιατί η ζωή μας ρήμαξε τα χέρια.